πολυθεΐστής

πολυθεΐστής
ο
θηλ. -ίστρια αυτός που πιστεύει σε πολλούς θεούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυθεϊστής — ο, θηλ. πολυθεΐστρια, η, Ν αυτός που πιστεύει σε περισσότερους από έναν θεούς, οπαδός τού πολυθεϊσμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polytheiste (βλ. πολυθεϊσμός). Η λ. στον πληθ., οἱ πολυθεϊσταί, μαρτυρείται από το 1871 στον Ιωάννη Ν.… …   Dictionary of Greek

  • πολυθεϊστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολυθεϊσμό. επίρρ... πολυθεϊστικά, Ν κατά τρόπο πολυθεϊστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυθεϊστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ειρηναίο Κ. Ασώπιο] …   Dictionary of Greek

  • πολυθεώ — έω, Μ [πολύθεος] είμαι πολυθεϊστής …   Dictionary of Greek

  • πολύθεος — η, ο / πολύθεος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλούς θεούς (α. «πολύθεη θρησκεία» β. «μηδ ἴδῃς μ ἐξ ἑδρῶν πολυθέων ῥυσιασθεῖσαν», Αισχύλ.) 2. αυτός που ανήκει σε πολλούς θεούς («πολυθεοτάτη γάρ, ὡς ὁρᾷς, ἡ ἐκκλησία», Λουκιαν.) 3. αυτός που πιστεύει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”